- διάλειμμα
- το (AM διάλειμμα, -ατος) [διαλείπω](για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλανεοελλ.1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις3. φρ. «κατά διαλείμματα» — με μικρές χρονικές διακοπές, από καιρό σε καιρόαρχ.-μσν.φρ. «ἐκ διαλειμμάτων» — κατά διαλείμματαμσν.φωτεινό διάλειμμα, χρονική στιγμή νηφαλιότητας και διαύγειαςαρχ.ο ενδιάμεσος χρόνος απυρεξίας.
Dictionary of Greek. 2013.